- κηφηναρειό
- το собир, паразиты, тунеядцы, трутни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κηφηναρειό — το 1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων 2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό, τεμπελ αρειό)] … Dictionary of Greek
κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… … Dictionary of Greek